ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΣΤΗΘΟΥΣ
Οἱ μαθητές μας ἀπὸ τὰ πρῶτα μαθήματα μαθαίνουν πῶς νὰ μελετοῦν μόνοι τους τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὸ πρωτότυπο καὶ λαμβάνουν τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν μοναδικὴ ὁμηρικὴ γλῶσσα, νὰ ἐτυμολογοῦν, νὰ ἀναλύουν καὶ νὰ ἑρμηνεύουν τὰ ἀθάνατα ἔπη.
Τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ὅμως, δὲν ἐξαντλοῦνται μὲ μία ἀνάγνωσι, εἶναι προορισμένα γιὰ νὰ λέγονται, νὰ ἀκούγονται, νὰ ἀπομνημονεύονται, νὰ ἐπαναλαμβάνονται, νὰ γίνονται ἀκόμα καὶ ἀντικείμενο ἀγώνων. Μόνον ἔτσι γίνονται κτῆμα μας καὶ ἐφόδιον ζωῆς.
Γι΄ αὐτὸν τὸν λόγο, δίδεται ἡ εὐκαιρία στοὺς μαθητές μας νὰ μετάσχουν σὲ θεατρικὰ ἀναλόγια καὶ βραδιὲς ἀπαγγελίας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους, καθὼς καὶ σὲ ἕνα μοναδικὸ γιὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα ἔργο, τὴν ἠχογράφησι τῆς Ἰλιάδος, ὤστε πέραν τῆς προσωπικῆς τους καλλιεργείας καὶ τέρψεως, νὰ συμβάλουν στὴν διάδοσι τῶν ἐπῶν στὸ εὐρὺ κοινό.
Τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη ἀποτελοῦν τὰ ἀρχαιότερα ὁλοκληρωμένα ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας ποὺ μᾶς παραδόθηκαν. Περιέχουν ἐν σπέρματι, ἀλλὰ καὶ διακριτά, ὅλα τὰ μεταγενέστερα εἴδη ποὺ ἄνθισαν στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Ἀπὸ τὴν Λυρική Ποίησι καὶ τὴν Τραγωδία, ἕως τὸ Δημοτικό μας Τραγούδι. Εἶναι ἡ μήτρα τῆς Ἑλληνικῆς, ἀλλὰ καὶ πολλῶν Εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Ἡ μελέτη μας ξεκινᾶ μὲ τὴν Α΄ ραψωδία τῆς Ἰλιάδος (στ.1-611).
Ἡ ὀρθή, ρέουσα, μὰ κυρίως νοηματικὴ ἀπαγγελία τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔπους ἀπαιτεῖ γνώσεις καὶ δεξιότητες, τὶς ὁποῖες καλοῦνται νὰ ἀποκτήσουν, νὰ κατακτήσουν οἱ συμμετέχοντες, ὡς ἄτομα καὶ ὡς μέλη μίας ὁμάδος. Δίδονται στοιχεῖα καὶ ἀσκήσεις Ὀρθοφωνίας, Φωνητικῆς, Μετρικῆς, Μουσικῆς (ρυθμικὴ ἀγωγή, τονικότης, κλίμακες). Τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος, οἱ Γραμματικές, Συντακτικές, Ἑρμηνευτικὲς παράμετροι διδάσκονται σὲ ἰδιαίτερο μάθημα ἀπὸ τοὺς φιλολόγους, ὥστε νὰ θεωροῦνται προαπαιτούμενα γιὰ τὴν προσέγγισι τοῦ κειμένου.
Διατρέχουμε, ὑποβοηθητικῶς, καὶ ἀπαγγέλλουμε ποικίλες διαχρονικὲς μορφὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου (Δημοτικὰ τραγούδια, ἀρχαία καὶ σύγχρονη Ποίησι καὶ Λογοτεχνία, ἀποσπάσματα ἀπὸ Ἱερὰ Εὐαγγέλια), ὥστε ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου τοῦ πρωταρχικοῦ ἔπους νὰ γίνη μὲ φυσικότητα καὶ ἀμεσότητα. Τὸ “λύσιμο” τῆς γλώσσας καὶ τοῦ νοῦ φέρει βαθμηδὸν τὴν ἐξοικείωσι πρὸς τὸ πρωτότυπον, καὶ ἀπὸ κείμενον (ποὺ κεῖται) τὸ ὑψώνει στὸ στόμα τοῦ “ραψωδοῦ”, γιὰ νὰ φτερουγίση ὡς “ἔπεα πτερόεντα”.
Ἡ ἀπὸ στήθους ἀπαγγελία στὴν σύγχρονη, φυσικὴ προφορά, ἀποφεύγοντας τόσο τὶς ὑποθετικές, φανταστικές μιμήσεις μίας χαμένης προσωδίας, ὅσο καὶ τὰ ἐρασμιακά, ἀντιεπιστημονικά πειράματα. Γιὰ νὰ κάνουμε τὸ πιὸ ἀρχαῖο σημερινό, γιὰ νὰ “αἰσθανθοῦμε” ζωντανὸ καὶ λάλον τὸ Ὁμηρικόν αἰώνιον, θεωροῦμε τὸ πρωτότυπον ὡς παρτιτούρα ἀποζητώντας τὸν “ἦχο” της. Οἱ μετέχοντες “ραψωδοὶ” καλοῦνται νὰ τραγουδήσουν τὴν “μῆνιν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος…”.
Ut rutrum tincidunt justo convallis dignissim. Proin maximus sagittis tempor.
Ut rutrum tincidunt justo convallis dignissim. Proin maximus sagittis tempor.
Ut rutrum tincidunt justo convallis dignissim. Proin maximus sagittis tempor.