Ἡ ἀποτελεσματικότης τῆς μεθόδου δοκιμάσθηκε ἀρχικῶς μὲ ἔρευνα τοῦ ” Ἀνοικτοῦ Ψυχοθεραπευτικοῦ Κέντρου” καὶ ἀκολούθως μὲ πειραματικὴ ἔρευνα, τὴν ὁποίαν διεξήγαγε ἡ συγγραφεὺς τῆς μεθόδου Εἰρήνη Μαυροπούλου στὰ πλαίσια τῆς διδακτορικῆς της διατριβῆς στὸ Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν.
Τρίτη ἔρευνα ἐπὶ τῆς μεθόδου διεξήγαγε ἡ Ἄννα Γραβάνη, ἀπόφοιτος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, στὰ πλαίσια μεταπτυχιακοῦ προγράμματος τοῦ Τμήματος Ψυχολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Dundee (MSc- developmental Psychology/ University of Dundee-UK).
Καὶ οἱ τρεῖς ἔρευνες ἔδειξαν τὴν θετικὴ ἐπίδρασι τοῦ διδακτικοῦ μας μοντέλου στὴν ψυχοδιανοητικὴ ἀνάπτυξιν τοῦ παιδιοῦ. Ἀνάλογα ἦταν καὶ τὰ ἀποτελέσματα σχετικῶν ἐρευνῶν στὶς Η.Π.Α. καὶ στὴν Μ. Βρεττανία, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ γνῶσις τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς ἐνισχύει τὴν ἱκανότητα ἐκμαθήσεως ξένων γλωσσῶν καὶ ὀξύνει τὴν ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα τῶν παιδιῶν καὶ τὶς γλωσσικές τους δεξιότητες. Διεπιστώθη δὲ ὅτι ἡ ἐκμάθησις τῶν κλασικῶν γλωσσῶν -Λατινικῶν ἤ/καὶ Ἑλληνικῶν- στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευσι ὠφέλησε πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἐκμάθησι μίας ὁποιασδήποτε ἄλλης ξένης γλώσσης.